- σκελετολογία
- η раздел анатомии, изучающий скелет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκελετολογία — η, Ν ιατρ. τομέας τής ανατομικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και τη μελέτη τών οστών και τών συνδέσμων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός + λογία*] … Dictionary of Greek
σκελετολογικός — ή, ό, Ν [σκελετολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκελετολογία … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek